Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΧΕΣ ΑΥΤΕΣ

 
(Αυτό το κάτι σαν ποιήμα, κάτι σαν στίχοι για τραγούδι, γράφτηκε περίπου πριν από 6 χρόνια. Νομίζω όμως ότι ταιριάζει πολύ και στην σημερινή εποχή)
 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΧΕΣ ΑΥΤΕΣ
 
Δεν είναι εποχές αυτές
Λεν
Για παλικαριές
 
Στον καναπέ συντρίμμια
Τ΄ όνειρα μας
Καθώς εβολευτηκαμε στο χτες
Στην λήθη
Τα παιδικά τα σχέδια μας
Και μια ελπίδα που δεν ζήσαμε ποτές
Και τώρα
Κτίζουμε το μέλλον
Με κομμάτια από ριαλιτι και σόου
Βάζοντας φωτιά στα όνειρα μας
Καθώς χαζεύουμε τα τιβι – κροουλ
 
Κλόουν μιας αλήθειας ξεχασμένης
Μιας ψυχής διεφθαρμένης
Από προσφορές και εκπτώσεις
Μα πως να γλυτώσεις
Όταν αφήνεις έξω απ΄ την καρδιά σου
Ένα λουλούδι ανθισμένο
Ένα αθώο βλέμμα ραγισμένο
Τον εαυτό σου αφημένο
Στων πολιτικάντηδων τα λόγια
Στων διαφημιστών τα δώρα
Στης μιζέριας τις σειρήνες
Για να προσπερνούν οι μνήμες
 
Δεν είναι εποχές αυτές
Λεν
Για παλικαριές
Βρίσκουμε άλλοθι στα λόγια
Υποκριτών με πανωφόρια
Τα παράθυρα ανοιχτά
Αντί λόγου ουρλιαχτά
Θιασώτες μιας ζωής
Ανώμαλης τηλεοπτικής
Με την ψυχή μας ναναι στείρα
Χωρίς αύριο χωρίς πυξίδα
Ημιθανείς με άγνοια του χθες
Ζητωκραυγάζουμε με όλα τα παραμύθια
 
Δεν είναι εποχές αυτές
Λεν
Για παλικαριές
 
ΜΦ

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Το παράλογο των τεκμηρίων


Στην χώρα που γέννησε την λογική, η λογική μας έχει εγκαταλείψει εντελώς. Για παράδειγμα το καθεστώς με τα τεκμήρια, όπου υποτίθεται ότι θα πιαστούν οι φοροφυγάδες. Όμως επί της ουσίας οι φοροφυγάδες θα συνεχίσουν να κάνουν πάρτι, έστω δίνοντας ένα χαρτζιλίκι στο κράτος ενώ παράλληλα θα υπάρχουν πολλοί πολίτες που όντας άνευ εισοδημάτων λόγω ανεργίας θα κληθούν να πληρώσουν φόρο.

Θα δώσω δύο παραδείγματα πραγματικών περιπτώσεων, και σίγουρα υπάρχουν χιλιάδες παρόμοιες περιπτώσεις.

Παράδειγμα πρώτο. Άγαμη μητέρα με δύο παιδιά είναι μακροχρόνια άνεργη, από τον Ιούνιο του 2010. Κατά το 2011 το μοναδικό της εισόδημα ήταν το επίδομα ανεργίας για 6 μήνες, δηλαδή 3300 ευρώ. Όμως έχει αγοράσει από το 2008 ένα σπίτι 93 τετραγωνικών μέσω άτοκου δανείου ΟΕΚ για το οποίο το 2011 δεν μπόρεσε να δώσει ούτε μία δόση του δανείου λόγω ανύπαρκτων εισοδημάτων με αποτέλεσμα να χρωστάει ήδη 6600 ευρώ στον ΟΕΚ. Παρόλα αυτά το σπίτι αυτό θεωρείται τεκμήριο (περίπου 4000 ευρώ). Παράλληλα της διαθέτει ένα αυτοκίνητο του 2000 το οποίο είναι 1000 κυβικών και το οποίο έχει να δει συνεργείο και σέρβις από την προ κρίσης εποχή. Τεκμήριο και αυτό (περίπου 2000 ευρώ). Παράλληλα υπάρχει και το τεκμήριο διαβίωσης (3000 ευρώ).

Η κυρία αυτή η οποία συντηρήθηκε και λόγω βοήθειας από γνωστούς και φίλους κατά το υπουργείο Οικονομικών έχει τεκμαρτό εισόδημα 9000 ευρώ (και πραγματικό 3300 ευρώ) και καλείται πρώτον να έχει συγκεντρώσει αποδείξεις ίσες με το 25% του τεκμαρτού, δηλαδή 2250 ευρώ και παράλληλα θα φορολογηθεί καθώς το αφορολόγητο είναι στις 5000 ευρώ. Και επειδή δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το σύνολο των αποδείξεων θα πρέπει να πληρώσει επιπλέον φόρο, το γνωστό πέναλτι αποδείξεων.

Παράλογο; Δεν απαντάει, άρα λογικό.

Παράδειγμα δεύτερο. Επίσης μακροχρόνια άνεργος με πραγματικό εισόδημα 1380 ευρώ, όσο ήταν οι τρεις μήνες επιδότησης ανεργίας για το 2011 έχει ένα αυτοκίνητο 1400 κυβικά που έχει τεκμήριο 3000 ευρώ. Μαζί με το τεκμήριο διαβίωσης (3000 ευρώ) θα πρέπει αφενός να βρει αποδείξεις για 6000 ευρώ (1500 ευρώ) και παράλληλα θα φορολογηθεί επειδή ξεπερνάει το αφορολόγητο.

Η εφορία για αυτές τις περιπτώσεις δήλωσε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα και πως θα πρέπει να φορολογηθούν κανονικά οι άνεργοι. Επί της ουσίας και επειδή όπως καταλαβαίνει κάθε νοήμων άνθρωπος αυτοί οι μακροχρόνια άνεργοι οι οποίοι δεν έχουν κανένα εισόδημα δεν θα καταφέρουν να πληρώσουν αυτούς τους φόρους, θα είναι οικονομικοί όμηροι μιας πολιτείας που είναι σκληρή απέναντι στους αδύναμους και απόλυτα χαριστική στους δυνατούς.

Και αν κάποτε βρούνε δουλειά (λέμε τώρα) τότε, και επειδή ο μισθός θα λαμβάνεται μέσω τραπέζης,  η εφορία θα κάνει κατάσχεση του μισθού.


Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Έγκλημα και απορία


Κάθε εβδομάδα ζούμε μια διαβολική εβδομάδα με τον κατήφορο να μην έχει τέλος. Ακόμα και το κούρεμα 50%-70% δεν θα είναι η τελεία στον κατήφορο αλλά ένα ακόμα σπρώξιμο. Και αυτό γιατί το σχέδιο ήταν και παραμένει διαφορετικό από αυτό που θα ήταν προς το συμφέρον των πολιτών αυτής της χώρας.

Όμως καλό θα ήταν να δούμε κάποια στοιχεία αυτής της πρωτόγνωρης ιστορίας. Δημιουργήθηκε ένα απίστευτο χρέος με επιλογή και ευθύνη των πολιτικών και καλείται ο πολίτης να πληρώσει τα σπασμένα. Ο Πάγκαλος είχε πει ότι όλοι μαζί τα φάγαμε. Δεν έχω χαϊδέψει ποτέ τους πολίτες – ψηφοφόρους και δεν σκοπεύω να το κάνω. Η βασική ευθύνη μας είναι ότι λειτουργούμε με ένα εγωιστικό σκεπτικό. Ας καίγεται ο κόσμος γύρω μας, εμείς παραμένουμε απαθείς όσο η φωτιά είναι έως το σπίτι του γείτονα. Ψηφίζουμε κάποιο κόμμα είτε επειδή είναι οικογενειακή παράδοση (αποδεικνύοντας την παντελή έλλειψη πολιτικής παιδείας και λογικής), είτε γιατί προσδοκούμε ένα μικρό ρουσφετάκι, είτε επειδή γευόμαστε ένα ρουσφετάκι, είτε επειδή το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ κυβερνάνε, οι άλλοι δεν πρόκειται να βγούνε (λες και τους ψήφισαν οι περισσότεροι αλλά δεν βγήκαν), είτε επειδή την πολιτική την αντιμετωπίζουμε ως ποδόσφαιρο (και πανηγυρίζουμε μετά τις εκλογές επειδή νικήσαμε – τρομάρα μας).

Η ευθύνη μας λοιπόν είναι στις πολιτικές επιλογές που κάνουμε. Ουσιαστικά έχουμε ανεχθεί τα λαμόγια και τους πολιτικούς – εγκληματίες ψηφίζοντας τους (πάλι ο Πάγκαλος είχε πει «ας μην μας ψηφίζατε» - δίκιο έχει).

Επίσης πολλοί πολίτες έχουν κλέψει από το δημόσιο. Λίγα οι πολλοί, πολλά οι νταβαντζήδες. Πολλοί φοροδιαφεύγουν. Πολλοί αδιαφορούν για το γενικό καλό αρκεί να έχουν την ευκαιρία να βολευτούν ή να βουτήξουν.

Είναι και αυτό μια ευθύνη. Μόνο που σε όλους αυτούς κάποιοι τους επιτρέπουν να έχουν τέτοιες συμπεριφορές. Όταν ερχόντουσαν τα κονδύλια από την Ευρώπη με το τσουβάλι κάποιοι επέτρεψαν στους αγρότες να τα κάνουν πετσετάκια στους οίκους πολιτιστικής ανάπτυξης και πολυτελή αυτοκίνητα αντί να τα επενδύσουν στην γεωργία και την κτηνοτροφία.

Τους φοροφυγάδες μπορείς να τους πιάσεις με έναν απλό τρόπο. Καταγραφή περιουσιακών στοιχείων (μετρητά, ακίνητα, κινητά κλπ) και έλεγχος φορολογικών δηλώσεων. Τι δεν δικαιολογείται; Πρόστιμο, φυλάκιση, δήμευση. Και η αρχή να γίνει με αυτούς που είχαν την εξουσία. Και κάθε χρόνο τσεκάρισμα δηλωθέντων και περιουσίας. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορείς να τα γράψεις και στην πεθερά σου γιατί θα πρέπει εκείνη να αποδείξει που τα βρήκε. Και για τις οφσορ εταιρείες μπορεί να βρεθεί τρόπος ώστε να μην αποτελούν καταφύγιο των κλεφτών.
 

Η βασική ευθύνη λοιπόν είναι των πολιτικών, και σε μεγαλύτερο βαθμό αυτών που είχαν την εξουσία. Αυτοί θα έπρεπε να πληρώσουν το χρέος που δημιούργησαν και όχι σωρηδόν οι μισθωτοί, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι.



Ας πάμε ένα βήμα παρακάτω. Το πρόβλημα όπως έχουμε καταλάβει δεν είναι ελληνικό. Είναι πρόβλημα του συστήματος. Όποιο κούρεμα και να γίνει δεν πρόκειται να λυθεί το πρόβλημα. Όσο η βασική πυξίδα της κοινωνίας θα είναι το χρήμα και η απόκτηση του με κάθε μέσο αντί η πυξίδα μας να είναι ο άνθρωπος το πρόβλημα θα είναι μόνιμο. Ίσως με μικρά διαλλείματα, αλλά μόνιμο. Δεν είναι τυχαίο ότι παγκόσμια το αίτημα είναι να στραφεί η πολιτική προς τον άνθρωπο και όχι να λειτουργεί ως υπάλληλος των τραπεζών.

Το σύστημα έχει μπλοκάρει κατά πως φαίνεται. Και μπορεί οι λαοί να έχουν κοντή μνήμη και να ξεχνούν (παράλληλα να μην μαθαίνουν από την ιστορία) αλλά το σύστημα νομίζω ότι θα χρησιμοποιήσει την γνώση που έχει. Και η γνώση αυτή λέει ότι για να ξεπεράσεις μια μεγάλη κρίση πρέπει να κάνεις πόλεμο. Το φοβάμαι.



Πάμε πάλι πίσω στα δικά μας. Μας λένε για κούρεμα 50%. Όμως δεν θα μπορέσουμε να κουρέψουμε το σύνολο του χρέους καθώς κάποια χρέη εξαιρούνται και κάποια δεν είναι στην ελληνική δικαιοδοσία. Συγκεκριμένα τα δάνεια που έχουμε πάρει από την τρόικα είναι ενυπόθηκα και είναι της δικαιοδοσίας του αγγλικού δικαίου. Όποτε εξαιρούνται και αυτά από το κούρεμα. Έτσι το κούρεμα αφορά περίπου 200 δις. Που με το 50% θα γίνουν 100δις. Υπολογίζουν ότι η χώρα θα χρειαστεί να δανειστεί περί τα 25 δις για να στηρίξει τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία.

Οπότε θα κάνουμε ένα κούρεμα για να φτάσουμε το χρέος από τα 380 δις στα 300 δις. Μια τρύπα στο νερό δηλαδή. Μια τρύπα που θα μας φέρει ακόμα πιο πίσω, που θα έχει καταφέρει να πιάσει τον αρχικό στόχο της τρόικας για μισθούς 300 ευρώ (κάτι που το είχε πει ο Καρατζαφέρης ένα χρόνο πριν – νομίζω όχι τυχαία), την ανεργία στα ύψη ώστε να μην υπάρχουν αντιδράσεις στο ξεπούλημα της χώρας και φυσικά στην απόλυτη εξάρτηση της χώρας από τις χώρες που θα συνεχίζουν να μας δανείζουν.

Αυτό λοιπόν που θα ακούσετε ως νέα επιτυχία της κυβέρνησης με το χρέος να γίνεται διαχειρίσιμο (όπου το χρέος που θα μας έχει μείνει θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που μας οδήγησε στο μνημόνιο – όπου μπήκαμε, να μην το ξεχνάμε, για να γλυτώσουμε την χρεοκοπία), ότι η χώρα σώθηκε (για άλλη μια φορά) ξεχάστε τα την επόμενη στιγμή. Η χώρα, χωρίς να έχει απαλλαγεί από το χρέος θα βυθιστεί σε μεγαλύτερη ύφεση, μεγαλύτερη ανέχεια, περισσότερους φτωχούς, περισσότερους άνεργους.



Τι έπρεπε να κάνει η Ελλάδα; Εξαρχής έπρεπε να πει την αλήθεια στον λαό και να γίνει μια συζήτηση (που ακόμα δεν έχει γίνει) για το ποιες είναι οι συνέπειες κάθε επιλογής. Για παράδειγμα η επιλογή του μνημονίου είχε εξαρχής την συνέπεια της ύφεσης, της φτώχιας, των φόρων που δημιουργούν ύφεση και φυσικά της αύξησης του χρέους. Ήταν μια επιλογή ενός φαύλου κύκλου. Γνωστά σε όλους. Και όμως επιλέχθηκε αυτός ο δρόμος που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούσε σε πτώχευση. Αφού όμως πρώτα είχε δημιουργήσει τις συνθήκες που θα βόλευαν τους δανειστές μας (την Γερμανία και την Γαλλία ας πούμε).

Μόνο που η πτώχευση θα γίνει σε μια στιγμή που ήδη οι κάτοικοι αυτής της χώρας έχουν φτάσει σε οριακά σημεία.


Τι θα μπορούσε να γίνει; Αυτό που συζητάνε σήμερα (και που ήταν απαγορευτικό να το ανέφερες πριν λίγο καιρό) και με πιο ουσιαστικό τρόπο. Με ένα γενναίο κούρεμα που θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς. Απλά το καθυστέρησαν 2 χρόνια. Μόνο που θα γινόταν όταν οι συνθήκες ήταν υπέρ της Ελλάδας. Το μνημόνιο ουσιαστικά ήταν ένα πρόωρο μνημόσυνο για την χώρα. Και μάλιστα με μια δανειακή σύμβαση όπου παραχωρούμε την εθνική μας κυριαρχία και ασυλία. Η οποία σύμβαση δεν έχει περάσει καν από την βουλή. Κάτι που δεν πολυακούγεται.
 

Παρένθεση.

Η στάση του ΠΑΣΟΚ είναι κάτι παραπάνω από ύποπτη. Όπως και της αντιπολίτευσης. Κανονικά, και ας δεχθώ για λόγους οικονομίας ότι δεν ήξεραν εξαρχής το σύνολο του προβλήματος, θα έπρεπε από τον Δεκέμβρη του 2009 να πουν την αλήθεια, να ανοίξουν μια ειλικρινή συζήτηση για το θέμα και τις επιλογές και να προχωρούσαν σε εκλογές και σε δημοψήφισμα. Αντί αυτού επέλεξαν να οδηγήσουν την χώρα στο μνημόνιο για να σωθούν οι τράπεζες (ντόπιες και ξένες, ιδίως οι ξένες) γνωρίζοντας ότι πολιτικά θα καταστραφούν. Δέχθηκαν μία μεθόδευση καταστροφής της χώρας, απεμπολώντας τα όποια όπλα είχε και παραδίδοντας ουσιαστικά την εθνική κυριαρχία και την δημόσια περιουσία στην τρόικα και τα συμφέροντα που αυτή υπηρετεί. Ξεπούλησαν την Ελλάδα, έχουν τον λαό σε συνθήκες πτώχευσης και τα απλά ομόλογα τα μετέτρεψαν σε ενυπόθηκα δάνεια. Μιλάμε για ένα διαρκές έγκλημα κατά της χώρας και των πολιτών σε βάθος πολλών γενεών. Δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να δεχθώ ότι εγώ, ένας άσχετος με τα οικονομικά και χωρίς τις δικές τους πληροφορίες, έβλεπα το αδιέξοδο του μνημονίου και την παράδοση της χώρας και οι κυβερνώντες δεν το έβλεπαν. Ένοχοι είναι και όλοι οι βουλευτές που ψήφισαν όλους αυτούς τους εγκληματικούς νόμους.

Η αξιωματική αντιπολίτευση στην αρχή δέχθηκε αυτήν την πολιτική και στην συνέχεια άσκησε μια πολιτική που μόνο σε κάποιες λεπτομέρειες και μόνο επικοινωνιακά εξέφραζε τις διαφωνίες της. Μούγκα στην στρούγκα για την παράδοση άνευ όρων της εθνικής κυριαρχίας και την άρνηση του ΠΑΣΟΚ να φέρει στην βουλή την δανειακή σύμβαση. Άσε που ο Σαμαράς θα τιμήσει τις υπογραφές της χώρας. Αυτό λέγεται συνενοχή.

Η αριστερά για μεγάλο διάστημα έκανε την πάπια με το ΚΚΕ να κάνει ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής με το ΠΑΜΕ ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολιόταν περισσότερο με τα εσωτερικά του παρά με την πασοκική λαίλαπα.

Πέρασε ένας χρόνος από την υπογραφή της δανειακής σύμβασης για να γίνει μια ερώτηση από τον ΣΥΡΙΖΑ στην βουλή.

Κανονικά θα έπρεπε από την αρχή να ουρλιάζουν και να ενημερώνουν τον κόσμο για το τι γίνεται. Και υπήρχαν τρόποι να γίνει όσο μποϊκοτάζ και αν είχαν από τα ΜΜΕ. Αλλά δεν έκαναν τίποτα. Δυστυχώς η αριστερά στην Ελλάδα έδειξε ότι είναι κατώτερη των περιστάσεων και των προσδοκιών.

Τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα η τηλεόραση με τον τρόπο της και την άθλια προπαγάνδα στήριξε το έγκλημα κατά της χώρας και των πολιτών. Μόλις στο τελευταίο εξάμηνο άρχισαν κάποιοι να αλλάζουν ρότα, βλέποντας προφανώς ότι είναι πλέον και αυτοί στο κάδρο των ενόχων. Όσο ύποπτος και εγκληματικός είναι ο ρόλος της κυβέρνησης άλλο τόσο είναι και των περισσότερων ΜΜΕ.

Για τον Καρατζαφέρη και την κόρη του επίτιμου δεν έχω σχόλια. Απλά να αναφέρω ότι ευτυχώς που ο Καρατζαφέρης στήριξε το μνημόνιο γιατί διαφορετικά η ακροδεξιά θα είχε πολλούς υποστηρικτές. Σε εποχές τέτοιων κρίσεων οι λαοί ή επαναστατούν ή ακολουθούν έναν ακροδεξιό πολιτικό. Στην Ελλάδα δεν έχει γίνει ακόμα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Φοβάμαι ότι εντέλει εν μέσω πανικού θα αλληλοφαγωθούμε.

Κλείνει η παρένθεση.



Τι μπορεί να γίνει; Μια ρήξη με το σύστημα. Η εγκληματική πολιτική του ΠΑΣΟΚ βγάζει μόνο στην απόλυτη καταστροφή της χώρας για δεκαετίες. Η ΝΔ δεν πρόκειται να κάνει κάτι διαφορετικό. Ο Σαμαράς θα τιμήσει τις υπογραφές της χώρας. Το έχει πει. Εντάξει θα ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση. Θα του πουν «όχι» και θα τιμήσει τις υπογραφές.

Για την αριστερά, τι να πω. Κατώτεροι των περιστάσεων, ως αφανή δεκανίκια του συστήματος λειτουργούν.

Ρήξη χρειάζεται. Αφού έτσι κι αλλιώς θα πρέπει αυτή η χώρα να συντηρηθεί και να ζήσει με τις δυνάμεις της γιατί να μην το κάνουμε φεύγοντας από τις δαγκάνες των τραπεζών;

Θα πρέπει να αρνηθούμε όλο το χρέος. Και της τρόικας. Είναι παράνομο, απεχθές επαχθές και ότι άλλο βάλει ο νους σας. Η σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης δεν έχει περάσει καν από την βουλή.

Και αφού αρνηθούμε το χρέος να κοιτάξουμε πως θα κάνουμε αυτήν την χώρα παραγωγική. Έλεος πια. Αγοράζουμε λεμόνια Αργεντινής και πατάτες Τουρκίας. Να παράγουμε. Να εκμεταλλευτούμε εμείς τον ήλιο και όχι οι Γερμανοί. Το αέριο, το πετρέλαιο… τον πλούτο μας.
Και να καθαρίσουμε τον τόπο από τα λαμόγια και από την νοοτροπία τους.

Το επίπεδο της ζωής μας θα είναι σε κάθε περίπτωση άθλιο. Ίσως το μόνο δίλλημα που έχουμε είναι: Πτωχευμένοι και πουλημένοι και απόλυτα εξαρτημένοι ή πτωχευμένοι βασιζόμενοι στις δυνάμεις μας ώστε κάποια στιγμή να δούμε φως.

Αυτό ίσως σημαίνει έξοδος από την Ε.Ε. (η οποία ίσως την τελευταία στιγμή γλυτώσει, σύμφωνα με κάποιους οικονομολόγους, όπως ο Βαρουφάκης, την διάλυση της). Όμως παράλληλα χρειάζεται και διαφορετική πολιτική για να μπορέσει η χώρα να αποκτήσει ελπίδες. Διαφορετικό πολιτικό σύστημα, διαφορετικούς πολιτικούς, διαφορετική νοοτροπία του λαού και επιτέλους να αποκτήσουμε και λίγη πολιτική παιδεία ώστε να αντιλαμβανόμαστε το τι γίνεται και παράλληλα για να έχουμε άποψη και θέληση για να την εφαρμόσουμε.

Ένας οικονομολόγος που πιστεύω ότι θέτει σε μια τέτοια βάση το πρόβλημα είναι ο Δημήτρης Καζάκης. Οι απόψεις του έχουν ενδιαφέρον.

Το κείμενο αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε είναι αποσπασματικό και ελλιπές. Με μεγάλη μου χαρά θα ήθελα να συμπληρωθεί στα σχόλια. Θα είναι αναρτημένο και  στο http://antiakribeia.blogspot.com/ όπου λόγω σχεδόν ελάχιστης ανάρτησης θεμάτων θα είναι σε πρώτο πλάνο.

Μικρός Φωκίων

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Απολογία

Αυτό είναι το πρώτο μου βράδυ στην φυλακή. Είκοσι χρόνια κάθειρξη πρότεινε ο εισαγγελέας, είκοσι χρόνια κάθειρξη μου επέβαλλε το δικαστήριο. Όταν άκουσα την απόφαση, γέλασα. Όχι, όχι… δεν ήταν νευρικό το γέλιο μου. Ήταν πηγαίο. Αληθινό. Ήταν το γέλιο του θεατή που παρακολούθησε μια ξεκαρδιστική κωμωδία και φεύγοντας από το θέατρο τον ακολουθούν οι ατάκες και η μνήμη αυτών του χαρίζει την ελαφράδα στην ψυχή. Η αλήθεια είναι ότι σε όλη μου την ζωή δεν είχα χιούμορ. Ήμουν στεγνός άνθρωπος. Φορτωμένος από μια πεζή καθημερινότητα και ευθύνες. Πάντα κατηγορούσα τους ανθρώπους όταν ήταν ανεύθυνοι. Δεν ξέρω, ακόμα και τούτη την στιγμή, αν τελικά είχα δίκιο. Όμως έτσι ήμουν. Έχοντας το αίσθημα ευθύνης και τιμιότητας. Η τιμιότητα μου μάλιστα έφτανε στα όρια της βλακείας. Θα αναρωτιέστε βέβαια, πως ένας τόσο τίμιος άνθρωπος βρίσκεται στην φυλακή με ποινή είκοσι ετών καθείρξεως.
Για δυο πράγματα μπορώ να σας διαβεβαιώσω. Πρώτον, ότι οι αξιότιμοι κύριοι δικαστές μου τήρησαν με ευλάβεια το γράμμα του νόμου και δεύτερον ότι εγώ, είκοσι χρόνια στην φυλακή, δεν μένω. Και δεν εννοώ ότι θα δραπετεύσω. Κατά μία έννοια τουλάχιστον. Θα μείνω τόσο όσο χρειάζεται για να «λύσω κάποιες υποθέσεις» με τον εαυτό μου και τους ανθρώπους που αγαπώ. Διακρίνω στα μάτια σας την απορία. Καταλαβαίνω. Είναι λιγάκι θολά αυτά που σας λέω. Μάλλον πρέπει να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά, να σας τα εξιστορήσω από την αρχή της ζωής μου… ή τέλος πάντων φωτίζοντας κάποιες στιγμές της. Και για να σας λύσω και την απορία της φυλάκισης μου θα σας πω ότι βρίσκομαι εδώ έχοντας κατηγορηθεί για σωρεία ληστειών σε τράπεζες, για παράνομη οπλοκατοχή – αυτό είναι ψέμα βέβαια, αλλά κάτι τέτοια ψεματάκια κάνουν την δικαιοσύνη να φαίνεται πιο τυφλή από ότι είναι…. Αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο με απάλλαξαν από τις κατηγορίες της παράνομης οπλοχρησίας, αντίστασης κατά της αρχής, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και κατοχής παράνομων ουσιών με σκοπό την παράνομη εμπορία! Ο καημένος ο αστυφύλακας που με συνέλαβε, θα σας πω αργότερα πως έγινε αυτό, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Από την μια το κατηγορητήριο που συνέταξε η υπηρεσία του και από την άλλη η συνείδηση του. Στο δικαστήριο, έστω και δύσκολα, υπερίσχυσε η συνείδηση. Παραδέχτηκε ότι όχι μόνο δεν προέβαλα καμιά αντίσταση αλλά ευγενικότατα τον ακολούθησα, παραδεχόμενος εξ΄ αρχής την ενοχή μου. Όσο για τις παράνομες ουσίες και την φθορά της ξένης ιδιοκτησίας οι κατηγορίες έπεσαν με μιας. Να σκεφτείτε ότι ούτε ο εισαγγελέας, ένας βλοσυρός άνθρωπος, εκ φύσεως και επαγγέλματος καχύποτπος, δεν τις υπερασπίστηκε…
Ληστείες κατά συρροή… ο δικηγόρος μου, τι «μου» δηλαδή, το δικαστήριο τον επέβαλε, εγώ ήθελα μονάχος μου να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, για να με καθησυχάσει μου είπε πως θα κάνουμε έφεση στην πρωτόδικη απόφαση και στο Εφετείο θα την κερδίσουμε την υπόθεση. Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο πορωμένοι με την δουλειά τους που η λογική έχει πάει περίπατο. Τον κατανοώ. Όσο για το υπερασπιστικό του έργο… ψέλισσε απλά δυο – τρεις νομολογίες, έτσι για να μην περάσει εντελώς απαρατήρητος και έτερον ουδέν. Ίσως να με καταριόταν κιόλας. Μια δίκη χωρίς παχυλή αμοιβή, μόνο κάτι ψίχουλα – την νόμιμη αποζημίωση. Και για το εφετείο από κεκτημένη ταχύτητα μίλησε. Έτσι γίνεται σε όλες τις δίκες, γιατί όχι και στην δική μου. Μόνο που εγώ αρνήθηκα. Φυσικά όχι λόγω σεβασμού στην πρωτόδικη απόφαση, απλά δεν είχε κανένα νόημα. Ούτε και απολογήθηκα. Τα είπα μια φορά στην αστυνομία, οπότε ήξεραν το πώς και το γιατί. Όταν ο πρόεδρος με ρώτησε αν έκανα τις ληστείες του απάντησα: «Ξέρουμε όλοι εδώ μέσα αν τις έκανα. Τι νόημα έχει να το συζητήσουμε;». Ο πρόεδρος, το κατάλαβα από τις γκριμάτσες που έκανε και από ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στο πρόσωπο του, ένιωσε προσβεβλημένος. Νευρίασε. Ίσως να προτιμούσε να έπεφτα στα πόδια του και να τον παρακαλούσα να δείξει επιείκεια και ανθρωπιά. Αν έχεις ανθρωπιά κύριε πρόεδρε την δείχνεις από μόνος σου, δεν την αποδεικνύεις κατά περίσταση…
Μετά, τι να έλεγα στην απολογία μου; Θα μπορούσα να τους πω για την πρώτη φορά που μύρισα βασιλικό. Ή για την πρώτη φορά που τα νυχτολούλουδα ευωδίασαν την ψυχή μου. Θα μπορούσα να τους πω για τον παιδικό μου έρωτα. Αχ! Η Γαρυφαλλιά… στο νηπιαγωγείο γνωριστήκαμε. Στα διαλλείματα παίζαμε μαζί. Όταν έφτασε το καλοκαίρι, την τελευταία μέρα του σχολείου, έκοψα ένα λουλούδι και της το πρόσφερα. «Θέλω να σε παντρευτώ όταν μεγαλώσουμε», της είπα. Ντράπηκε. Πήρε το λουλούδι και έφυγε τρέχοντας. Μόνο για μια στιγμή κοντοστάθηκε, σαν να έβλεπα ταινία στον κινηματογράφο, γύρισε προς το μέρος μου με κοίταξε και έφυγε. Ίσως και να χαμογέλασε.
Με την Γαρυφαλλιά δεν παντρευτήκαμε ποτέ. Εκείνο το καλοκαίρι μετακόμισε η οικογένεια της και δεν την ξανάδα. Να ΄ναι καλά, όπου και να ΄ναι. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας, και λένε ότι τον πρώτο έρωτα δεν τον ξεχνάς ποτέ. Ίσως και να ΄ναι έτσι. Δεν ξέρω και δεν ρώτησα και τους δικαστές να μου πουν την γνώμη τους!
Αυτές οι στιγμές είναι η δική μου απολογία. Αν είμαι ένοχος ή αθώος δεν θέλω να το κρίνω εγώ. Και μια δικαστική απόφαση λίγο λαμβάνει υπόψη της τον άνθρωπο. Είναι σαν να βλέπω μπροστά μου τον πρόεδρο να σηκώνει τον δείχτη του χεριού του και να λέει: «Κατηγορούμενε, το δικαστήριο δεν ενδιαφέρετε για το ηλιοβασίλεμα που περιγράφετε. Στην ουσία παρακαλώ!»
Αυτή είναι η ουσία κύριοι δικαστές. Ένα ηλιοβασίλεμα φθινοπωρινό, στην ακροθαλασσιά με την αγαλλίαση των χρωματισμών και τον πόνο της μοναξιάς. Ήταν τέλη Σεπτέμβρη όταν θέλησα να προσφέρω λίγη ηρεμία στον εαυτό μου και πήγα σε μια έρημη παραλία. Μόνο που η ηρεμία δεν ερχόταν στην ψυχή μου. Η φύση σαν να με ένιωθε, μου έκανε δώρο ένα από τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να ήθελε να μου δώσει ένα καλό μάθημα. Να μοιραστώ την ζωή μου, γιατί όταν μοιράζεσαι κάτι, αυτό πολλαπλασιάζετε, ενώ αν θελήσεις να το γευθείς μονάχος μπορεί και να σε πληγώσει. Εκείνο το απόγευμα ήταν που πήρα την απόφαση να παντρευτώ. Την επόμενη μέρα αγόρασα ένα δακτυλίδι και ένα μπουκέτο λουλούδια και πήγα να βρω την Ναυσικά. Της ζήτησα να παντρευτούμε. Είμαστε είκοσι χρόνια μαζί. Καλά περάσαμε. Με τις χαρές μας και τις λύπες μας. Όλα της ζωής είναι και όλα έχουν την αξία τους. Και αφού θέλετε να απολογηθώ θα το κάνω.
Όχι για σας κύριοι δικαστές. Για μένα θα το κάνω. Και δεν είναι καν απολογία. Δεν έχω, πραγματικά δεν έχω, κανένα λόγο για να απολογηθώ. Η απολογία προϋποθέτει ενοχή και εγώ δεν νιώθω ένοχος. Τουλάχιστον σε αυτά που εσείς με κατηγορείτε. Εντάξει, τις έκανα τις ληστείες. Αυτό δεν το αρνήθηκα ποτέ. Όμως αν κάπου είμαι πραγματικά ένοχος ήταν επειδή άφησα την ζωή μου να φύγει μέσα από τα χέρια μου. Να περάσει απαρατήρητη από μένα. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με όλα τα άλλα ζωντανά της γης. Όχι μόνο αισθανόμαστε όπως και αυτά, αλλά έχουμε και το νου να καταλαβαίνουμε και το γεγονός πως αισθανόμαστε καθώς και την μικρή διάρκεια της ζωής μας.
Όμως κύριοι δικαστές, δεν ξέρω πως στο διάολο γίνεται αυτό, ξεχνιόμαστε. Καταστρέφουμε την κάθε μέρα μας, την κάθε ώρα μας, το κάθε λεπτό που μας απέμεινε για να ζήσουμε. Το καταστρέφουμε , λέει, για να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο αύριο και χάνουμε το σήμερα. Και έρχεται η στιγμή που γινόμαστε ανάμνηση της ιστορίας. Και το βιβλίο των απομνημονευμάτων μας είναι με άγραφες σελίδες.
Ναι κύριοι δικαστές. Είμαι ένοχος για κείνα που δεν έζησα. Που δεν πήγα στην Ρώμη με την γυναίκα μου. Από τότε που παντρευτήκαμε μου τόλεγε: «Νικήτα, το καλοκαίρι να πάμε στην Ρώμη». Όμως τα καλοκαίρια ερχόντουσαν και έφευγαν και εμείς δεν πήγαμε στην Ρώμη. Τον πρώτο χρόνο ήταν πολλά τα έξοδα. Τον επόμενο είχαμε το πρώτο μας παιδί, την Ευρυδίκη. Μετά ακολούθησε ο Αντώνης. Οι υποχρεώσεις έγιναν περισσότερες και οι δικαιολογίες ακόμα πιο πολλές.
Καθόμουν κάποια βράδια στο μπαλκόνι του σπιτιού και έβλεπα τις πολυκατοικίες γύρω μου. Και ονειροπολούσα. Να ΄μουν πλούσιος, λέει, να είχα ένα σπίτι στην ακροθαλασσιά και να αγνάντευα στον ορίζοντα. Και όταν βαριόμουν να έπαιρνα την Ναυσικά και να πηγαίναμε στην Ρώμη, στο Παρίσι, στη Βουδαπέστη, σε όλο τον κόσμο. Αλλά και τα ονειράτα μου λάθος τα έκανα. Ερχόντουσαν εμβόλιμες οι σκέψεις για την δουλειά, τα χρέη και σιγά σιγά αυτές οι καταραμένες σκέψεις γινόντουσαν κυρίαρχες και έπνιγαν την ονειροπόληση. Και τα λεφτά… φτηνή δικαιολογία ήταν. Υπήρξαν οι εποχές που τα βολεύαμε καλά. Θα μπορούσαμε να πάμε στην Ρώμη. Είχαν ξεπεταχθεί και τα παιδιά, ακόμα και ο Περικλής που ήρθε τρία χρόνια μετά τον Αντώνη, είχε κλείσει τα πέντε όταν τα οικονομικά μας γνώριζαν δόξες. Τέλος πάντων. Μετρήσαμε τον χρόνο λάθος. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι το κάθε λεπτό που φεύγει είναι μοναδικό και όμοιο του δεν θα υπάρξει άλλο.
Μα, θα με ρωτήσετε, στιγμές όμορφες δεν έζησες; Έζησα κύριοι δικαστές. Φυσικά και έζησα. Και αυτές είναι που με συντροφεύουν στις δυσκολίες μου. Όμως οι άλλες, αυτές που δεν έζησα, είναι εκείνες που με πνίγουν. Και τώρα ενώπιον σας, έτσι για να σας έχω μάρτυρες στην εξομολόγηση μου, θέλω να πω για τούτες τις ορφανές στιγμές. Θα αναρωτιέστε τώρα τι με έπιασε και μιλάω σαν γέρος ογδόντα ετών. Είναι αυτό που έλεγα για τον χρόνο. Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μου, θα πούμε και για τον χρόνο αλλά αργότερα.
Αλλά μιας και το έφερε η κουβέντα για τον χρόνο να σας πω ότι γεννήθηκα πριν από 47 χρόνια σε ένα μικρό ορεινό χωριό, από γονείς φτωχούς πλην τίμιους. Δύσκολα τα έφερναν βόλτα, είχαν να θρέψουν, εκτός από τους ίδιους, άλλα πέντε στόματα. Τέσσερα παιδιά και την μακαρίτισσα την γιαγιά μου – απ΄ την πλευρά του πατέρα μου. Μεροδούλι – μεροφάι ήταν η ζωή τους. Εγώ ήμουν το μικρότερο παιδί στην οικογένεια. Αυτό είχε τα καλά του, είχε και τα στραβά του. Το καλό ήταν ότι είχα πολλούς για να με φροντίζουν και το κακό είναι ότι, από την πλευρά των γονιών μου, μάλλον με «αυτόματο πιλότο» μεγάλωσα.
Οι καλύτερες στιγμές μου, τις θυμάμαι πάντα με νοσταλγία, ήταν όταν με έπαιρνε στην αγκαλιά της η γιαγιά και μούλεγε παραμύθια και ιστορίες από την ζωή της. Μερικές φορές μάλιστα, με μπέρδευε. Ανακάτωνε τις ιστορίες μεταξύ τους και κάθε φορά έκανε διαφορετικό συνδυασμό. Δεν ήξερα αν αυτά που μούλεγε ήταν αλήθεια ή τά΄ βγαζε απ΄ το μυαλό της. Ίσως να συνέβαιναν και τα δύο.
Η γιαγιά μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία. «Να ζήσω παιδάκι μου», έλεγε πολλές φορές, «να σε δω παντρεμένο. Μόνο που θέλω να αγαπάς την οικογένεια σου. Να φροντίζεις τα παιδιά σου». Αυτά τα λόγια δεν τα ξέχασα ποτέ. Με σημάδεψαν και με συντρόφευσαν σε όλη μου την ζωή. Είχαν ριζώσει τόσο καλά στην ψυχή μου που καμιά κατάσταση δεν μπόρεσε να τις ξεριζώσει.
Ίσως να λάθεψα στον τρόπο που τα φρόντιζα τα παιδιά μου, αλλά αυτή η φροντίδα ήταν πάντα ο οδηγός μου. Κάθε γονιός δυο σφάλματα κάνει. Το ένα είναι ότι προσπαθεί να αποφύγει τις λαθεμένες, κατά την κρίση του, πράξεις των δικών του γονιών και το άλλο είναι ότι εντέλει αντιγράφει τους δικούς του γονείς. Αυτά τα σφάλματα ούτε και εγώ τα απέφυγα, μόνο που άργησα να το καταλάβω. Τα παιδιά μου είχαν πια μεγαλώσει, είχε φτιαχτεί το είναι τους και εγώ βρήκα σύμβουλό μου το χειρότερο. Τις ενοχές μου. Και δεν μπορούσα να τις κουμαντάρω.
Όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά και με ήθελαν κοντά τους εγώ έλειπα και όταν αυτά μεγάλωσαν και ήθελαν μόνα τους να γευθούν τις στιγμές τους εγώ τα φόρτωνα με την παρουσία μου. Δεν λέω πως θα ΄πρεπε να εξαφανιστώ απ΄ την ζωή τους, αλλά θέλει τρόπο αυτή η επαφή. Και εγώ αυτόν τον τρόπο δεν τον είχα. Βέβαια τον τελευταίο χρόνο είχα αλλάξει… έφταιγε η ρημάδα η δουλειά. Όλα στραβά μου πήγαν. Θα σας τα πω και αυτά, έχουν την σημασία τους.
Όπως σας είπα, έχω τρία παιδιά. Την Ευριδίκη, δεκαεννιά χρονώ κοπέλα, σπουδάζει στη νομική. Θέλει να γίνει σαν εσάς, δικαστίνα. Αυτό το κορίτσι είχε πάντα το αίσθημα του δικαίου, που λένε. Δεν ξέρω τι απόφαση θα έπαιρνε αν ήταν στην θέση σας. Ίσως να ήταν ίδια με την δική σας: «Σύμφωνα με τον νόμο τάδε και τάδε σας κρίνω ένοχο. Κύριε εισαγγελέα επί της ποινής»! Το είδα στα μάτια της κύριοι δικαστές. Όταν ο πρόεδρος ανακοίνωνε την απόφαση του δικαστηρίου η ματιά της έλαμψε. Ένιωσε το δίκαιο να επικρατεί! Ευτυχώς που δεν είναι ακόμα δικαστίνα και άφησε την ψυχή της να νιώσει και να εκφραστεί. Λέω πως την καταλαβαίνω, αλλά από την άλλη δεν καταλαβαίνω πως γίνεται και αυτή δεν καταλαβαίνει πως νιώθω εγώ. Μπερδεμένη ιστορία ο άνθρωπος.
Κάποτε αυτός ο ορθολογισμός της με είχε βολέψει. Είχαμε ένα άγριο καυγά με την Ναυσικά. Δεν αφιέρωνα, έλεγε, καθόλου χρόνο για τα παιδιά, την οικογένεια και άλλα τέτοια. Δίκιο είχε εδώ που τα λέμε, αλλά και εγώ είχα το δικό μου δίκιο. Είχα ένα μαγαζί, εμπορευόμουν ρούχα, και όλες τις ώρες τις έτρωγα εκεί. Μεγάλος ο ανταγωνισμός και τα ωράρια εξαντλητικά. Το βράδυ όταν γυρνούσα σπίτι ήμουν τόσο κουρασμένος που το μόνο που ήθελα ήταν να χαλαρώσω καμιά ώρα και να πάω για ύπνο. Και η Ευριδίκη – κοίτα πως δένει το όνομα καμιά φορά – δώδεκα χρονώ τότε, άκουσε τον καυγά και ήρθε στην κουζίνα, στον χώρο που συνήθως λογομαχούσαμε με την Ναυσικά. «Μαμά», της είπε, «ο μπαμπάς δουλεύει τόσες ώρες για να φέρνει λεφτά στο σπίτι. Αν δεν δουλέψει τι θα κάνουμε;». Έλειπα και στην Ευριδίκη. Όμως έβαλε την λογική της πάνω από τα συναισθήματα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή όχι, όμως αυτή ήταν και είναι η Ευριδίκη. Ο Αντώνης από την άλλη, τώρα είναι στα δεκαοχτώ, τελείωσε την τεχνική σχολή, δεν τά΄ παιρνε τα γράμματα και από νωρίς τον στείλαμε να μάθει ηλεκτρολόγος και τώρα ετοιμάζεται για το στρατιωτικό του. Ο Αντώνης λοιπόν, αν και ζόρικο παιδί, κατά βάθος είναι πολύ ευαίσθητος. Η ανασφάλεια είναι που τον κάνει να δείχνει αγριωπός. Τον είδατε πως έφυγε από δω σχεδόν τρέχοντας μόλις άκουσε τα «είκοσι χρόνια κάθειρξη»; Δεν ήθελε να δείτε το δάκρυ του. Εκείνη την στιγμή ήθελα να βγω έξω από την αίθουσα και να τον αγκαλιάσω. Όχι ότι η Ναυσικά ή τα άλλα τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από μια αγκαλιά. Αλλά ο Αντώνης δεν ξέρει πώς να ξεσπάσει. Ίσως ετούτη την ώρα να είναι σε κανένα μπαρ και να πίνει μέχρι να μεθύσει. Θυμάμαι, όταν ήταν εννιά χρονώ, τον έπιασε η μάνα του να έχει πάρει μια γόπα από τσιγάρο και να προσπαθεί να την ανάψει. Κυριακή ήταν, δεν δούλευα εκείνη την μέρα. Με φωνάζει η Ναυσικά για να μου πει τι είχε αντικρύσει. Θόλωσα και φέρθηκα όπως θα είχε φερθεί και ο πατέρας μου… άρχισα να τον χτυπώ, που σε πονεί και που σε σφάζει, που λένε. Ο Αντώνης δεν έβγαλε άχνα. Ούτε ένα δάκρυ. Και όσο τον έβλεπα ανέκφραστο, τόσο νευρίαζα. Θα του΄ χα κάνει μεγάλο κακό αν δεν έμπαινε στην μέση η Ναυσικά: «Νικήτα, σταμάτα! Θα το σκοτώσεις το παιδί! Νικήτα!». Κάποια στιγμή, το βράδυ, όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι, τον είδα να κάθεται στο πάτωμα, στο σαλόνι, με κλειστό το φως και να κλαίει. Ένιωσα άσχημα. Και πιο πολύ άσχημα ένιωσα που δεν τον πλησίασα να τον πάρω μια αγκαλιά. Να μιλήσω μαζί του. Για τα δικά του σφάλματα και για τα δικά μου σφάλματα. Αυτή είναι μια άλλη αγκαλιά που του χρωστάω. Μαζί με την συγνώμη για ότι έκανα λάθος.
Ο Περικλής, το στερνοπούλι μας, είναι τώρα στα δεκαπέντε. Καλό παιδί και αυτό. Το πιο καλομαθημένο. Όμως δεν είναι άβουλος, το κάθε άλλο. Και δεν ντρέπεται να πει την γνώμη του, όποια και αν είναι αυτή. Ακούσατε που φώναξε κάποιος «Ντροπή!»; Ο Περικλής ήταν. Έχει και αυτός το δίκαιο μέσα του. Μόνο που πολλές φορές είναι αλλιώτικο από των πολλών. Δεν νοιάζεται για τους τύπους. Η ουσία τον ενδιαφέρει. Και είναι και μελετηρό παιδί. Όχι μόνο για τα μαθήματα του σχολείου του, όπως η Ευριδίκη. Διαβάζει και άλλα βιβλία. Έτσι θρασύς και ντόμπρος που είναι, τον φοβάμαι λιγάκι σε τούτη την κοινωνία των υποκριτών. Αλλά θα τα καταφέρει.
Αυτά είναι τα παιδιά μου κύριοι δικαστές. Αυτά είναι τα παιδιά που έφερα στον κόσμο με δική μου ευθύνη και που ακόμα δεν έχουν ανοίξει τα φτερά τους. Ακόμα πάνω μου στηρίζονται. Μόνο που τώρα πια εγώ δεν μπορώ να τα στηρίξω. Ούτε να τα βοηθήσω. Έχει δύσκολο ρόλο η Ναυσικά. Πρέπει μόνη της να πορευτεί και δεν είναι εύκολο. Όχι ότι δεν έχει τις δυνατότητες. Μα αλλιώς έχει μάθει. Πώς να αρχίσεις μια άλλη ζωή στα σαράντα δύο σου με τόσες σκοτούρες, τόσες ευθύνες, τόση λύπη. Αχ! Ναυσικά μου! Είμαι αδύναμος πια. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Και τόσα χρόνια σε πλήγωσα. Και δεν σε πήγα και σε κείνο το ρημαδιασμένο ταξίδι στην Ρώμη. Περάσαμε πολλά μαζί.
Όμως έχεις και εσύ ευθύνη. Με τον τρόπο σου μου επέτρεψες να μιζεριάσουμε. Έπρεπε να με ταρακουνήσεις. Μια φορά το προσπάθησε η Ναυσικά να με ταρακουνήσει και ήταν στην χειρότερη στιγμή μου. Είχα «τυφλωθεί». Ρίξαμε έναν καυγά τότε! Πάνε τώρα πέντε χρόνια, η αρχή της κατρακύλας μου. Όλος ο κόσμος είχε παθιαστεί με το χρηματιστήριο. Ξαφνικά θα γέμιζε η γη πλούσιους! Δεν θα υπήρχε κανείς φτωχός! Παρά μόνο ο δειλός! Και γω που ήμουν μέχρι τότε ένας απλός άνθρωπος που κοίταζε μόνο την δουλίτσα του, αποφάσισα να τολμήσω. Με έπεισε βλέπετε ο Αποστόλης. Ο Αποστόλης είχε κατάστημα υποδημάτων, απέναντι από το δικό μου μαγαζί. Με έφαγε: «Μωρέ Νικήτα, θα πεθάνουμε και ακόμα παπούτσια και ρούχα θα πουλάμε. Τι μιζέρια είναι αυτή; Κοίτα τον Τάκη, καινούριο τζιπ αγόρασε μέσα σε ένα μήνα! Α! εγώ το πήρα απόφαση. Έχω κάτι λεφτουδάκια στην άκρη, θα τα ρίξω στο χρηματιστήριο να δω καμιά άσπρη μέρα».
Εγώ στην αρχή είχα αντιρρήσεις. Που να μπλέκεις τώρα… τι σχέση είχα εγώ με μετοχές, με μερίδια, με χρηματιστήρια! Όμως έβλεπα τον Τάκη, τον Γιώργο, τον Λεωνίδα… όλοι τους είχαν παρατήσει τις δουλειές τους και συζητούσαν για τα κέρδη τους. Και είχα και τον Αποστόλη να με πιλατεύει. Δεν του κρατάω κακία. Θύμα ήταν και αυτός! Με τα πολλά το πήρα απόφαση. Έβγαλα από την τράπεζα κάτι οικονομίες που είχα, για την κακιά την ώρα, και τά ΄ριξα στο χρηματιστήριο. Κάθε μέρα με έπαιρνε τηλέφωνο, έτσι είχαμε συνεννοηθεί, ο χρηματιστής που με είχε αναλάβει και μού΄ λεγε: «Νικήτα, τόσα κερδίσαμε σήμερα»! Άρχισα να πιστεύω ότι ήταν ζήτημα χρόνου για να λυθεί το οικονομικό μου πρόβλημα. Αλλά το κεφάλαιο που είχα ρίξει ήταν μικρό, δεν έβγαινε έτσι η δουλειά! Με πίεζε και ο χρηματιστής «Βρες λεφτά, τώρα που είναι ευκαιρία», μιλούσαν και όλοι με σιγουριά για το πόσο καλά πάει το χρηματιστήριο, πολύ θέλει ο αδαής; Αποφάσισα να πάρω δάνειο. Εκεί ήταν που αντέδρασε η Ναυσικά. Και όταν είχα βγάλει τα λεφτά από την τράπεζα είχε στενοχωρηθεί. «Μωρέ Νικήτα», μου είχε πει, «μήπως τα χάσουμε;». Μα είδε την σιγουριά μου και έκανε πίσω. Όταν όμως της είπα για το δάνειο ήταν κάθετα αντίθετη. Πάντα φοβόταν τα δάνεια. Εντάξει να χάναμε τα λεφτά που είχαμε στην άκρη, άσχημο θα ήταν αλλά δεν θα καταστρεφόμασταν κιόλας! Αν όμως δεν μπορούσαμε να εξοφλήσουμε το δάνειο; Και καυγαδίσαμε. Και βγήκαν όλα της τα παράπονα. Για το ότι την είχα παραμελήσει, για το ταξίδι στη Ρώμη που ποτέ δεν κάναμε, για τις ώρες που έλειπα από το σπίτι… όλα τα θυμήθηκε. Εγώ όμως, όπως σας είπα, είχα τυφλωθεί.
Μετά από μια βδομάδα πήρα δάνειο από την τράπεζα και το΄ ριξα στο χρηματιστήριο. Και πως τάφερε η τύχη και από την επόμενη μέρα το χρηματιστήριο άρχισε να πέφτει. «Διορθώνονται οι τιμές» με καθησύχαζε ο χρηματιστής, «Θα ανέβει πάλι και μάλιστα πολύ». Τώρα γιατί όταν πέφτουν οι μετοχές λένε ότι διορθώνονται ποτέ δεν το κατάλαβα. Διόρθωση στην διόρθωση οι μετοχές είχαν πάρει την κατρακύλα. Υπομονή στην υπομονή έχασα ότι είχα κερδίσει και άρχισα να χάνω και από το κεφάλαιο. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Να «σκοτώσω» τις μετοχές μου και ότι σώσω ή να περιμένω μπας και ανέβει, να βγάλω τουλάχιστον το κεφάλαιο; Και περίμενα. Και εκεί που μας χρωστούσαν μας πήραν και το βόδι! Όχι μόνο έχασα τις οικονομίες μου, είχα και ένα βαρβάτο δάνειο να τρέχει. Και η δουλειά να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Ότι και αν μου έλεγε η Ναυσικά δίκιο θα είχε. Αλλά δεν είπε τίποτε. Και αυτό ήταν το χειρότερο. Και δεν έφτανε που δεν έκανε ούτε καν ένα σχόλιο αλλά πρότεινε και μια λύση που δεν θα τολμούσα ποτέ να μην προτείνω εγώ.
Ένα μικρό χωραφάκι που το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της… καταλαβαίνετε… Κοψοχρονιά το δώσαμε! Καταφέραμε τουλάχιστον να ξοφλήσουμε το μεγαλύτερο μέρος του δανείου. Είχε φτάσει η κακιά ώρα που φοβόμασταν αλλά οικονομίες δεν είχαμε. Μόνο χρέη. Προσπαθούσα να τα κουτσοβολέψω με το μαγαζί. Αλλά όπως σας είπα η δουλειά δεν τράβαγε. Και τα έξοδα κάθε μέρα και γινόντουσαν περισσότερα. Είχα φτάσει σε σημείο απόγνωσης.
Όχι, όχι, δεν ήταν τότε που αποφάσισα για τις ληστείες. Αυτό έγινε αργότερα. Τότε προσπάθησα να τα βγάλω πέρα μόνο με την δουλειά μου. Η αλήθεια είναι πως δεν τα κατάφερνα. Βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Σκέφτηκα να αλλάξω δουλειά, αλλά τι να έκανα; Μ΄ αυτό το μαγαζί είχα μεγαλώσει. Άλλες γνώσεις δεν είχα. Τα βράδια, σαν γυρνούσα απογοητευμένος στο σπίτι, αντίκριζα το βλέμμα της Ναυσικάς… με κοίταζε με ένα τρόπο! Σαν να μού΄ λεγε: «Λυπάμαι για σένα» και «Δεν στα ΄λεγα γω;». Σκηνή όμως δεν μου έκανε ποτέ. Ο καυγάς μας είχε ολοκληρωθεί εκείνο το βράδυ που της είχα πει ότι θα έπαιρνα το δάνειο. Ήμουν ξεροκέφαλος. Τυφλώθηκα. Αν είχα εκείνες τις οικονομίες θα μπορούσα να κάνω ένα άνοιγμα στην δουλειά. Ενώ έτσι…
Με τα πολλά, για να μην πολυλογώ, καταλαβαίνω, έχετε και σεις τις δουλειές σας, τις έννοιες σας, λέτε τώρα από μέσα σας «Άντε Νικήτα, στην ουσία, να τελειώνουμε!». Δίκιο έχετε. Μα για σκεφτείτε λίγο, τι είναι η ζωή; Ένα πέρασμα, σε λίγο χρόνο. Μη βιάζεστε λοιπόν. Δεν υπάρχει λόγος. Όσο και αν βιαστούμε εμείς οι άνθρωποι πάντα κάποιο υπόλοιπο θα αφήσουμε πίσω μας!
Τέλος πάντων. Σας έλεγα ότι η κατάσταση είχε φτάσει στο αμήν. Και να ΄ναι καλά η Ναυσικά, έδωσε ξανά μια λύση. «Νικήτα», μου είχε πει, «να βρω και γω μια δουλειά. Τα παιδιά μεγάλωσαν, δεν με έχουν ανάγκη πια!». Στην αρχή ήμουν αρνητικός. Δεν ήθελα να βγει στην δουλειά η Ναυσικά. Δεν ξέρω αν ήμουν συντηρητικός ή όχι, αλλά θεωρούσα ότι η προσφορά της στο σπίτι ήταν σημαντική και απαραίτητη. Μετά ήταν και οι ενοχές μου. Γιατί να πληρώσει αυτή τα δικά μου λάθη; Ήδη την είχα πληγώσει πολύ με το οικοπεδάκι. Ένα όνειρο είχε η Ναυσικά. Όταν με το καλό τα παιδιά φτάνανε στην ηλικία που το καθένα θα είχε την δική του ζωή και μεις θα βγαίναμε στην σύνταξη, να χτίζαμε εκεί ένα μικρό σπιτάκι και να περνούσαμε ήρεμα και γαλήνια τα γεράματα μας. Και το όνειρο αυτό της το διέλυσα εγώ με τις μωροφιλοδοξίες μου. Έφταιγα εγώ θα μου πείτε; Τότε όλοι έτσι σκεφτόντουσαν και ενεργούσαν. Και οι πολιτικοί μας αυτό έλεγαν: «Η οικονομία πάει καλά και το χρηματιστήριο θα συνεχίσει να ανεβαίνει». Ακόμα και όταν άρχισε η κατρακύλα το ίδιο παραμύθι μας έλεγαν. Άνθρωπος είμαι. Παρασύρθηκα. Βέβαια, θα μου πείτε, στην ηλικία μου έπρεπε να γνωρίζω πως δουλεύει το σύστημα. Να γνωρίζω ότι όλο αυτό το οικοδόμημα το έφτιαξαν οι ισχυροί, οι πλούσιοι. Και φυσικά δεν το έφτιαξαν για να γίνουν και οι φτωχοί πλούσιοι αλλά για να πλουτίσουν οι ίδιοι ακόμα περισσότερο. Και αυτοί είναι που στηρίζουν τους πολιτικούς. Έτσι δεν είναι; Και γιατί να τους στηρίξουν; Μα για να τους προστατεύουν! Απλά πράγματα, που, ακόμα και ένα παιδί μπορεί να τα καταλάβει. Όχι εγώ, ένας ενήλικας που έχει χορτάσει όλα τα χρόνια της ζωής του από παραμύθια! Ομολογώ κύριοι δικαστές, ότι για αυτή τη βλακώδη αφέλεια μου είμαι ένοχος. Και ως ένοχος δέχθηκα την τιμωρία που μου αρμόζει. Έχασα ότι είχα και δεν είχα!
Την πάτησα σαν τον πρωτάρη που μπαίνει σε μια παράνομη λέσχη και επειδή τον αφήνουν να κερδίσει τις πρώτες παρτίδες στην πόκα, πιστεύει ότι μπορεί να τους τα πάρει χοντρά. Δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι όλοι αυτοί, χαρτοπαίχτες, ιδιοκτήτες της λέσχης, μπράβοι, όλοι τους, είναι μια κλίκα. Και τον παίζουν πόκα με σημαδεμένη τράπουλα. Που πας ρε κακομοίρη! Θα σε γδάρουν τα λαμόγια! Και να πεις ότι δεν ξέρεις πως λειτουργούν τα πράγματα… Και αν καμιά φορά κάποιος από εμάς τους «φτωχούς της ζωής» ή τους «αφελείς των λεσχών» καταφέρει να κερδίσει κάτι… για άλλοθι του συστήματος πρόκειται! Είναι το καρώτο που μας δίνουν για να έχουμε κάποια ελπίδα και να μην επαναστατήσουμε. Και τα λέω αυτά, εγώ, ένας απλός οικογενειάρχης. Που άκουσε τις σειρήνες των καρώτων τους και κόντεψα να διαλύσω την οικογένεια μου.
Θα μου πείτε τώρα, τι επιμένω με αυτά, αφού τα είπαμε. Δεν λέω, τα είπαμε. Αλλά είναι ένα από τα χρέη που δεν θα καταφέρω να ξεπληρώσω όσο θα΄ μαι σε τούτη την ζωή. Με κυνηγάει αυτή η περίοδος της ζωής μου και με κυνηγάει περισσότερο, όταν εξαιτίας μου, η Ναυσικά έγινε παραδουλεύτρα. Οι αντιρρήσεις μου βλέπετε δεν κράτησαν για πολύ. Έτσι που πήγαινε το μαγαζί, ούτε φαί δεν θα είχαμε στο τέλος. Έτσι ένα βράδυ που η Ναυσικά έθεσε πάλι το θέμα, να έβρισκε μια δουλειά δηλαδή, της είπα «Ναι». Με πλήγωσε αυτό το «Ναι». Γιατί στην ουσία του ήταν «Όχι»…
«Όχι» στις υποσχέσεις που τις είχα δώσει πριν παντρευτούμε ότι θα την έχω σαν βασίλισσα. «Όχι» στα όνειρα μας. «Όχι» στην οικογένεια μας. «Όχι» στις δικές μας στιγμές. «Όχι» στο ταξίδι στην Ρώμη. Ναι, ήταν το τελειωτικό «Όχι»! Ένα «Όχι» στην ίδια μας την ζωή. Στα θέλω μας. Στην πορεία μας. Στους στόχους μας. Ίσως όλα αυτά να τα είχαμε βάλει ήδη στην άκρη, χρόνια πριν. Μα μες στο μυαλό μας ζούσαν. Είχαμε την ελπίδα πως θα τα ανασύρουμε, πως κάποτε, έστω και αργά, θα τα κάναμε πράξη. Μα λέγοντας αυτό το «Ναι» έβαλα μια μεγάλη τελεία στα όνειρα μας. Τους είπα «Όχι»!
Η Ναυσικά λοιπόν έπιασε δουλειά σε ένα σπίτι, οικιακή βοηθός, παραδουλεύτρες της έλεγαν παλιότερα. Για ένα χρόνο σχεδόν αυτή συντηρούσε το σπίτι. Είχαν χαθεί στο παρελθόν οι στιγμές που τα οικονομικά μας ήταν ανθηρά. Το μαγαζί ίσα που έβγαζε τα έξοδα του και το ενοίκιο του σπιτιού μας. Είχα αρχίσει να νιώθω άχρηστος. Πίστευα ότι όλοι οι άνθρωποι με έδειχναν με το δάκτυλο και με έκαναν παράδειγμα προς αποφυγή. Τα παιδιά ήταν μονίμως στεναχωρημένα. Έβλεπαν και μένα που ήμουν συνεχώς αμίλητος… Μάλιστα πήραμε την απόφαση να σταματήσουμε για μια χρονιά την ξένη γλώσσα από τον Περικλή μιας και το φροντιστήριο από την Ευρυδίκη δεν μπορούσαμε να το σταματήσουμε, ήταν η τελευταία της χρονιά πριν τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο.
Δεν θα σας μαυρίσω την ψυχή περιγράφοντας εκείνες τις θλιβερές μέρες. Δεν έχει νόημα εξάλλου. Και η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν οι χειρότερες. Αυτές ακολούθησαν.
Λένε ότι το ένα κακό φέρνει το άλλο. Και σε μένα ήρθαν μαζεμένα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτήν την μέρα, στο λίγο χρόνο που μου απέμεινε. Ήταν Παρασκευή, στα μέσα του Νοέμβρη. Ήταν λίγος καιρός που δεν ένιωθα καλά. Στην αρχή τόριξα στην στεναχώρια μου. Όμως οι πόνοι με έκαναν να πάω στο γιατρό, να κάνω κάποιες εξετάσεις. Εγώ δεν ήθελα, η Ναυσικά επέμενε. Τέλος πάντων, πήγα έκανα τις εξετάσεις και εκείνη την Παρασκευή πήγα να πάρω τις απαντήσεις. Ο γιατρός ήταν περισσότερο σοβαρός από ότι συνήθως. Με κοίταξε για λίγο στα μάτια, έβαλε τα δυο του χέρια στο πηγούνι και με φωνή που προσπαθούσε να την κρατήσει σταθερή μου είπε το φοβερό νέο: Είχα καρκίνο. Πάγωσα.
Δεν μπορώ να περιγράψω τι ένιωθα εκείνες τις πρώτες στιγμές, ούτε μπορώ να σας πω τι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Ο γιατρός για να καθησυχάσει λίγο μου είπε ότι με την κατάλληλη θεραπεία είχα ελπίδες να ζήσω, όμως η ουσία ήταν πως δεν είχα πολύ ζωή μπροστά μου.
Γύρισα σπίτι μετά από τρεις ώρες. Τρεις ώρες περπατούσα στην πόλη λες και η συλλογή εικόνων θα απάλυνε το αναπόφευκτο. Όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε, όμως όταν ξέρεις τον χρόνο του θανάτου σου τα πάντα είναι διαφορετικά. Αυτό που με βασάνισε περισσότερο κατά την διάρκεια της πεζοπορίας μου ήταν η οικογένεια μου. Πως τους το λένε και τι τους λένε. Και αποφάσισα να μην τους πω την αλήθεια. Θα πληγωθούν που θα πληγωθούν με τον θάνατο μου, δεν ήθελα να τους κάνω αυτόν τον πόνο μεγαλύτερο. Τους είπα το λιγότερο, ότι είχα ένα μικρό πρόβλημα με τα νεφρά μου και πως με την κατάλληλη θεραπεία όλα θα πήγαιναν καλά.
Η Ναυσικά, είμαι σίγουρος γι΄ αυτό, κατάλαβε ότι έλεγα ψέματα, μα δεν είπε τίποτα. Και το απόγευμα εκείνης της Παρασκευής ήρθε και το άλλο μαντάτο. Η οικογένεια που δούλευε η Ναυσικά θα έφευγε από την πόλη σε ένα μήνα και έτσι δεν θα την χρειάζονταν άλλο… Η Ναυσικά μου έλεγε να μην στεναχωριέμαι, πως θα έβρισκε αλλού δουλειά, αλλά εμένα άλλα με βασάνιζαν… σε λίγους μήνες θα έμεναν μόνοι! Και τελείως απροστάτευτοι. Έπρεπε κάτι να κάνω. Να τους βοηθήσω. Να έβρισκα λεφτά…
Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από κει και κύριοι δικαστές σαν να με χτύπησε ρεύμα, μου ήρθε η ιδέα: τα λεφτά είναι στις τράπεζες! Ναι, τότε ήταν που πήρα την απόφαση που έγινε η αιτία να βρίσκομαι εδώ. Στην αρχή είχα διλλήματα. Πώς να το κάνω, αν πρέπει, ξέρετε τώρα τι μπορεί να βασανίζει έναν άνθρωπο νομοταγή! Όμως η θέληση μου να αφήσω ένα αποκούμπι στην Ναυσικά και στα παιδιά μου υπερίσχυσαν των διλλημάτων μου. Τρία πράγματα χρειαζόμουνα. Θάρρος, θράσος και ένα ψεύτικο πιστόλι. Ναι, δεν σκέφτηκα ποτέ να βρω ένα αληθινό όπλο. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια και δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει καμιά φορά… λεφτά ήθελα όχι να πάρω κανέναν άνθρωπο στο λαιμό μου!
Τα βρήκα και τα τρία, δηλαδή βρήκα το ψεύτικο πιστόλι, βρήκα ένα ψευτοθράσος και ελάχιστο θάρρος. Όταν μπήκα στην πρώτη τράπεζα να κλέψω ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω από την αγωνία μου. Τα λεφτά που πήρα δεν ήταν πολλά, μόλις δέκα χιλιάδες Ευρώ… άσχετα αν οι εφημερίδες την άλλη μέρα έγραψαν για εκατό χιλιάδες! Υπερβολές του Τύπου. Και μένα με παρουσίαζαν σαν έναν τρομερό και επικίνδυνο εγκληματία: «Ο ληστής, που δεν φορούσε μάσκα, έσπειρε τον τρόμο χθες το πρωί, και απειλώντας με περίστροφο τους υπαλλήλους και τους πελάτες, απέσπασε εκατό χιλιάδες Ευρώ»!. Οι περιγραφές ήταν απίστευτες. Ακόμα και εγώ φοβήθηκα με τον εαυτό μου. Η μόνη αλήθεια που έγραψαν ήταν ότι δεν φορούσα μάσκα. Δεν με ενδιέφερε.
Στην δεύτερη ληστεία η δημόσια εικόνα μου άλλαξε: «Ο ληστής που δεν φορούσε για άλλη μια φορά μάσκα, αν και απείλησε με περίστροφο τους υπαλλήλους ήταν ευγενικός απέναντί τους».
Ναι, ήμουν ευγενικός. Την δουλειά τους έκαναν οι άνθρωποι και πήγαινα εγώ να τους χαλάσω την μέρα και να τους τρομοκρατήσω. Έκανα άλλες τρεις ληστείες και πια ένιωθα πως γινόμουν συμπαθής στον κόσμο. Μόνο που δεν τα υπολόγιζα καλά. Πίστευα ότι με μια – δυο ληστείες θα συγκέντρωνα ένα αξιόλογο ποσό και θα σταματούσα. Όμως όσο εύκολα μπορεί να σε κλέψει νομότυπα μια τράπεζα, τόσο δύσκολα μπορείς να της αποσπάσεις χρήματα. Πέντε ληστείες και είχα μαζέψει 85.000 Ευρώ. Και είχα εκτεθεί… άλλο να κάνεις μια ληστεία χωρίς μάσκα, άλλο πέντε!
Είχαν την φωτογραφία μου από τις κάμερες παρακολούθησης και αποφάσισαν να με επικηρύξουν! Πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ σε όποιον με κατέδιδε, ήμουν έτοιμος να καταδώσω εγώ τον εαυτό μου! Όλες οι εφημερίδες είχαν πρωτοσέλιδη την φωτογραφία μου. Δεν είχα πια καμιά ελπίδα. Θα με έπιαναν.
Από τις εφημερίδες είδε και η Ναυσικά τα κατορθώματα μου. Τι να πεις και τι να εξηγήσεις. Τα είπα όλα, για τον καρκίνο, για τους φόβους μου, για την ανάγκη μου να τους εξασφαλίσω. Δεν θα σας κουράσω με τις κουβέντες που έκανα με την Ναυσικά και τα παιδιά.
Απλά, την ίδια μέρα, τι μέρα δηλαδή νύχτα ήταν, έφυγα από το σπίτι για να μην με βρουν. Ήταν σίγουρο ότι κάποιος γείτονας ή γνωστός θα έδινε την κατάλληλη πληροφορία στην αστυνομία. Ήταν μάλιστα περίεργο που δεν με είχαν βρει ακόμα. Στην Ναυσικά είπα να μην ανησυχεί, ήξερα που να κρυφτώ και ότι θα της τηλεφωνούσα την επόμενη μέρα. Η αλήθεια είναι ότι γυρνούσα στους δρόμους και σκεφτόμουν πως τα είχα καταφέρει έτσι! Όσο μου απέμεινε να ζήσω να είμαι μακριά από τους ανθρώπους που αγαπώ και μ΄ αγαπάν.
Το πρωινό με βρήκε σε ένα παγκάκι, ταλαιπωρημένο και κουρασμένο. Τον είδα να πλησιάζει μα δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Έβγαλε από την τσέπη του μια φωτογραφία και την κοίταξε. Για μια στιγμή έμεινε αναποφάσιστος. Άνθρωπος είναι και αυτός. Φοβήθηκε. Ήρθε δίπλα μου κρατώντας κρυφά δήθεν το όπλο του. Σηκώθηκα και του έδωσα τα χέρια για να μου περάσει χειροπέδες…
Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Τα λεφτά τα πήραν πίσω… σχεδόν όλα! Είχα κρύψει λίγα, δεν θα σας πω που, αυτό θα το μάθει η Ναυσικά όταν πεθάνω, σε δυο μήνες από τώρα! Ένα μέρος από αυτά είναι για την κηδεία μου, να μην τρέχουν για δανεικά τέτοιες δύσκολες ώρες και τα υπόλοιπα τα άφησα για να κάνουν πράξη την τελευταία μου επιθυμία. Να κάνουν όλοι μαζί ένα ταξίδι στην Ρώμη. Την Ρώμη που δεν αξιώθηκα να δω εγώ.
Καταλάβατε λοιπόν κύριοι δικαστές γιατί γέλασα με τα «είκοσι χρόνια κάθειρξη», δυο μήνες και πολύ σας είναι. Τυπικά είχατε δίκιο, αν και μου επιβάλλατε την ανώτερη ποινή. Ίσως επειδή έπρεπε να ικανοποιήσετε, όχι το κοινό αίσθημα, αλλά το σύστημα. Ποιος ήμουν εγώ, ούτε καν ένας εγκληματίας της προκοπής δεν ήμουν, που θα έπαιρνε από τους «κλέφτες» τα «κλεμμένα» λεφτά τους. Και τελειώνοντας να σας πω κύριε εισαγγελέα, να μην μου ασκήσετε δίωξη για εξύβριση και συκοφαντία εναντίον των τραπεζών και της δικαιοσύνης. Δεν θα προλάβετε, πιστέψτε με, να φέρετε την υπόθεση μέχρι το ακροατήριο. Μόνο αν θέλετε, διατάξτε να με βάλουν σε ένα κελί που να έχει δυτικό παράθυρο, να βλέπει προς την Ρώμη.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Για την Κούνεβα

Το κείμενο που ακολουθεί αναρτήθηκε στο Mediasoup.


Η ιστορία της συνδικαλίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβα είναι γνωστή. Το προηγούμενο Δεκέμβρη άγνωστοι προσπάθησαν να την δολοφονήσουν ρίχνοντας της καυστικό υγρό. Από τότε η Κούνεβα νοσηλεύεται με σοβαρά προβλήματα.
Το θέμα μου δεν είναι όμως να περιγράψω την ιστορία, αλλά να σταθώ στην συνέντευξη που έδωσε στον Σταύρο Θεοδωράκη, στους Πρωταγωνιστές. Ήταν μια συνέντευξη που άξιζε πραγματικά τον κόπο για να την παρακολουθήσει κανείς.
Η Κούνεβα είναι μία αξιοπρεπέστατη κυρία, η οποία μας δίδαξε πως μπορεί ένας άνθρωπος που έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου να αντιμετωπίζει με θετικό τρόπο την ζωή. Χωρίς να κλαίγεται, χωρίς να προβάλλει την περιπέτεια της για να κερδίσει τον οίκτο έδωσε μαθήματα σοβαρότητας και ανθρωπιάς.
Δυο – τρία σημεία θα ήθελα να επισημάνω από την συνέντευξη της. Την δολοφονική επίθεση εναντίον της δεν την απέδωσε στο γεγονός ότι είναι από την Βουλγαρία και πράγματι δεν ήταν ρατσιστικού τύπου η επίθεση. Ίσως να έπαιξε ρόλο το ότι είναι αλλοδαπή, υπό την έννοια ότι οι αρχές δεν θα έδιναν και μεγάλη σημασία. Και πράγματι οι αρχές δεν ασχολήθηκαν με την σοβαρότητα που θα έπρεπε.
Σε ένα άλλο σημείο της συνέντευξης είπε ότι αιφνιδιάστηκε από το κίνημα συμπαράστασης μιας και δεν πιστεύει ότι ξαφνικά οι άνθρωποι κατάλαβαν και άλλαξαν. Και έχει δίκιο. Συγκεκριμένη είναι η μερίδα των ανθρώπων που συμπαραστάθηκαν.
Στην παρατήρηση του δημοσιογράφου ότι γράφονται συνθήματα υπέρ της στους τοίχους η Κούνεβα είπε ότι είναι αντίθετη γιατί «Δεν μπορείς να χαλάς κάτι που δεν μπορείς να το φτιάξεις. Ούτε συμφωνώ με την καταστροφή των καταστημάτων».
Δεν το μετάνιωσε που ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό και αφού δεν είχε λυγίσει από τα απειλητικά τηλεφωνήματα, αν γυρνούσε ο χρόνος πίσω, μάλλον τα ίδια θα έκανε.
Και κλείνω με μια φράση της: «Για να κάνεις μια καλή πράξη, για να γίνεις καλός άνθρωπος ίσως χρειαστεί να παλέψεις μια ζωή, για να γίνεις κακός αρκεί μια στιγμή».
Θα ήθελα να πω και για τον Σταύρο Θεοδωράκη. Έκανε μια πολύ ανθρώπινη συνέντευξη και ήταν πολύ προσεκτικός στα πλάνα αποφεύγοντας να παίξει με το πρόσωπο της Κούνεβα. Προσωπικά το εκτίμησα.
Μικρός Φωκίων

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

21η Απριλίου...

Σαν σήμερα το 1967 τα τανκς του Παπαδόπουλου έβαλαν σε γύψο την δημοκρατία. Ήταν μια χούντα φανερή, ένας εχθρός που τον έβλεπες, που μπορούσες να τον καταλάβεις. Σήμερα 35 χρόνια μετά το πέσιμο της χούντας πόσο σίγουροι είμαστε ότι έχουμε πράγματι δημοκρατία;
Ένας μεγάλος ηθοποιός, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, είχε εκφράσει μια άποψη που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.
Έλεγε ο Διαμαντόπουλος: "Η διαφορά μας από τη χούντα είναι τούτη: ότι η χούντα ήταν ένας ξεκάθαρος εχθρός, γι' αυτό και σχεδόν ολόκληρος ο λαός συμμετείχε (στην αντίσταση) ενάντιά της. Σήμερα, υπάρχει μία χούντα -επιτρέψτε μου να πω και έχω συνείδηση αυτού που λέω- η οποία καλύπτεται απ' το άλλοθι της δημοκρατίας. Οταν λοιπόν γίνονται αυτά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, με τους βανδαλισμούς -σε εισαγωγικά, διότι εγώ δεν τους κρίνω βανδαλισμούς, είναι μια έκφραση κραυγής- και όλα τα δημόσια πρόσωπα, όλοι οι υπεύθυνοι του κράτους αυτού δεν έχουν συγκινηθεί, δεν έχουν ανατριχιάσει γι' αυτά τα γεγονότα καθόλου, από κει και πέρα καταλήγω στο συμπέρασμα -το φρικτό συμπέρασμα αν θέλετε- ότι οι πράξεις αυτές ήταν λίγες. Αφού δεν ξύπνησαν κανένα. Και ίσως πρέπει να πολλαπλασιαστούν για να ξυπνήσουμε κάποτε"
Αυτά τα είχε πει στη εκπομπή "κίτρινος τύπος" με αφορμή τα γεγονότα που είχαν γίνει εκείνη την χρονιά, όπου και είχαν συλληφθεί 500 άτομα στο Πολυτεχνείο. Αν θέλετε να διαβάσετε τα σημαντικότερα σημεία των απόψεων του, που έχουν πολύ ενδιαφέρον, θα τα βρείτε εδώ (στον ιό της Ελευθεροτυπίας)

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

κλοπιραιτ

Μέχρι τώρα τα blogs τηρούν έναν ηθικό κανόνα. Όταν αναδημοσιεύουν ένα κείμενο ή μια δημιουργία αναφέρουν το blog από το οποίο αντέγραψαν. Ο καθένας από εμάς κάνει μια προσπάθεια και αυτό το καταλαβαίνουμε όλοι. Το ψώνιο μας (γιατί όταν δημοσιοποιείς οτιδήποτε και δεν βγάζεις χρήματα, έχεις ένα κάποιο ψώνιο, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε) είναι αυτό και η αμοιβή μας είναι η αναγνώριση της όποιας δουλειάς μας. Υπάρχουν όμως κάποιοι επαγγελματίες δημοσιογράφοι (με κασέ που αν το είχαμε εμείς για μια χρονιά θα λύναμε το πρόβλημα όλης της ζωής μας) που προβάλουν μια δημιουργία ενός μπλογκερ χωρίς να αναφέρουν το μπλογκ. Δεν το κάνουν όλοι αλλά επειδή τώρα έχουν αρχίσει να μαθαίνουν περί μπλογκ μπορεί το φαινόμενο να γενικευτεί και καλό είναι να το επισημαίνουμε. Τελευταίο παράδειγμα είναι η τηλεοπτική αναφορά σε μια δημιουργία του our greek tv. Περισσότερα για το θέμα στην ανάρτηση του blog στην σελίδα:
http://ourgreektv.blogspot.com/2009/03/blog.html